- εδείπνησεν
- ἐδείπνησενδειπνέωmake a meal: aor ind act 3rd sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἐδείπνησεν — δειπνέω make a meal aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμαίνω — (ΑΜ θερμαίνω) 1. κάνω θερμό κάτι, ζεσταίνω (α. «θερμαίνω νερό» β. «ἥλιος θερμαίνων χθόνα», Ευρ.) 2. ενισχύω, εμψυχώνω (α. «τόν θέρμανε η συζήτηση». β. «θερμαίνει φιλότατι νόον», Πίνδ.) 3. παθ. θερμαίνομαι α) είμαι ή γίνομαι θερμός, προσλαμβάνω… … Dictionary of Greek